ὀρφανός

ὀρφανός
3737 ὀρφανός
{прил., 2}
осиротевший; как сущ. сирота.
Ссылки: Ин. 14:18; Иак. 1:27.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ὀρφανός" в других словарях:

  • ὀρφανός — orphan masc nom sg ὀρφανός orphan masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …   Dictionary of Greek

  • ορφανός — ή, ό 1. αυτός που έχασε το γονιό του ή τους γονείς του: Έμειναν τα παιδιά ορφανά. 2. αυτός που δεν έχει σύντροφο ή προστάτη: Ορφανός κι έρημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ορφανός, Μιχαήλ — (1846 – 1884). Μυθιστοριογράφος και ποιητής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Έζησε πολλά χρόνια στη Σιβηρία και έγραψε διηγήματα με ήρωες τους εκεί κατάδικους, με το ψευδώνυμο Μίσχος …   Dictionary of Greek

  • ὀρφανά — ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc pl ὀρφανά̱ , ὀρφανός orphan fem nom/voc/acc dual ὀρφανά̱ , ὀρφανός orphan fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανόν — ὀρφανός orphan masc acc sg ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc sg ὀρφανός orphan masc/fem acc sg ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανῶν — ὀρφανός orphan fem gen pl ὀρφανός orphan masc/neut gen pl ὀρφανός orphan masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοῖς — ὀρφανός orphan masc/neut dat pl ὀρφανός orphan masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοῖσιν — ὀρφανός orphan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀρφανός orphan masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανούς — ὀρφανός orphan masc acc pl ὀρφανός orphan masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανέ — ὀρφανός orphan masc voc sg ὀρφανός orphan masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»